- Ἥφαιστος
- Ἥφαιστοςninemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ήφαιστος — Sp Ìfestas Ap Ήφαιστος/Ifaistos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ήφαιστος — Ένας από τους θεούς του ελληνικού δωδεκάθεου, γιος του Δία και της Ήρας. Κατά την ελληνική μυθολογία ο Ή. ήταν χαλκουργός που επεξεργαζόταν τα μέταλλα με τη βοήθεια της φωτιάς· συνδέεται έτσι με το δημιουργικό έργο της φωτιάς ως κοσμικού… … Dictionary of Greek
Ήφαιστος — ο όνομα αρχαίου θεού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἡφαίστω — Ἥφαιστος nine masc nom/voc/acc dual Ἥφαιστος nine masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕФЕСТ — • Ήφαιστος, Volcanus, сын Зевса и Геры или одной Геры (Hesiod. theog. 927), в древнейшее время служил выражением могучей стихии огня, проявляющейся преимущественно в вулканических странах, и был великое творческое существо; но с тех… … Реальный словарь классических древностей
Ἡφαίστοιο — Ἥφαιστος nine masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστου — Ἥφαιστος nine masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστους — Ἥφαιστος nine masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡφαίστῳ — Ἥφαιστος nine masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥφαιστε — Ἥφαιστος nine masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)